Το Μάτι για τα δικά μου… μάτια ήταν μία περιοχή αγαπημένη. Νέος Βουτζάς και Μάτι πήγαιναν «πακέτο». Το σπίτι ενός φίλου με πανοραμική θέα στο Νέο Βουτζά, τα πάρτι και οι συναθροίσεις και η κατάληξη από το πολύ πιοτό σε ένα ξενοδοχείο πάνω στο κύμα στο Μάτι, για ύπνο, για να αποφύγω τα αλκοτέστ της Μεσογείων κατά την επιστροφή στην Αθήνα. Για να μην πω για τις αποδράσεις του τύπου μη μας δει κανένα «μάτι» στο «Κόκκινο Λιμανάκι», που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το βάφτισαν «κόκκινο, αν και έδινα μία εξήγηση, το κιτρινοπορτοκαλί χρώμα των βράχων. Οι αναμνήσεις αυτές έμειναν. Δεν κάηκαν. Και θα παραμείνουν για πάντα. Και φανταστείτε, εγώ τα λέω αυτά ως επισκέπτης, αν και ψάρι συνήθιζα να τρώω στον Βράχο στη Νέα Μάκρη, κοντά στον Τύμβο του Μαραθώνα. Οι κάτοικοι που έζησαν εκεί τα καλύτερά τους χρόνια, χρόνια διακοπών και ξεγνοιασιάς, πως βιώνουν αυτή την καταστροφή. Κι αν συνδέεται και με ανθρώπινη απώλεια, δεν θέλω να το σκέφτομαι. Ο πόνος ξεπερνάει την φαντασία.
Λειτουργώντας ως ρεπόρτερ επισκέφτηκα την περιοχή πέντε μέρες μετά την καταστροφή. Είδα το σπίτι με την αυλή – εκατόμβη, τα στενά δρομάκια που δεν μπορούσες να έχεις πρόσβαση στη θάλασσα, τα κατεστραμμένα αυτοκίνητα στο στενό του τρόμου και του εγκλωβισμού για δεκάδες συνανθρώπους μας. Αν κάτι θύμιζε ζωή για μένα ήταν δύο πράγματα: Το πρώτο: Ότι είχε απομείνει από ένα μποστάνι, κάποιες φλούδες από ντομάτες που οι σάρκες τους κρέμονταν από τον μίσχο και το δεύτερο: Ένα ζευγάρι στην βεράντα μιάς πολυκατοικίας που συνομιλούσε ατενίζοντας τη θάλασσα. Η πολυκατοικία είχε καεί και είχε μείνει μόνο το δικό τους διαμέρισμα.
Κατά τα άλλα, οι εθελοντές έψαχναν για απομεινάρια ζωής στα καμμένα οικόπεδα.
Και η ειρωνία: Κάθε 50 – 100 μέτρα υπήρχε κι ένας κρουνός της πυροσβεστικής…