Σε ένα περιοδικό που ασχολείται με την κίνηση, τι να πει κανείς για την… ακινησία και την καραντίνα… Κι όμως, η καραντίνα, προσωπικά, άφησε μόνο καλά, εκτός από κάποια περιττά κιλάκια. Πριν ξεκινήσω να γράφω αυτές τις γραμμές, συναρμολόγησα, μόνταρα και γέμισα μπαταρίες σε ένα ξεχασμένο, ο Θεός ξέρει από ποια… Χριστούγεννα, τηλεκατευθυνόμενο όχημα ανώμαλου δρόμου, του γιού μου. Που φαντάρος θα πήγαινε το παιδί κι εγώ θα το είχα παρκαρισμένο, για την αλήθεια, ξεχασμένο, καταχωνιασμένο και περιφρονημένο, κάπου στο δωμάτιό μου!
Κάθισα και κάθομαι μαζί του, ευλαβικά και κάθε μεσημέρι και στρώνουμε μαζί τραπέζι. Γευματίζουμε, συζητούμε, μαλώνουμε για την τελευταία μπουκιά, τη «δύναμή» του, που παράτησε στο πιάτο. Θα κοροϊδέψουμε, θα γελάσουμε, θα απαντήσω σε άπειρες ερωτήσεις, για το άπειρον του σύμπαντος, το αν ο Μητσοτάκης έχει διαμέρισμα στη Βουλή και για τον παππού που ξυπνάει μέσα στη νύχτα και τσακίζει τα γαλοκτομπούρεκα!
Η ώρα του περιπάτου κάθε βράδυ, μεταξύ 8.30 – 9.00 και η διαδικασία του μηνύματος στον Χαρδαλιά με τα παρελκόμενα, -«μπαμπά, μας άφησε»;-, νομίζω θα μ’ ακολουθεί για πάντα. Το διάβασμα του μικρού Νικόλα το βράδυ στο κρεβάτι και η μάχη για ύπνο πριν από τις 12. Όμορφες προσωπικές στιγμές, ξορκίζοντας παρελθόν, παρόν και μέλλον. Και ειδικά, όταν πληροφορούμαι ότι σε κάποιο κομμάτι του πληθυσμού, αυτός ο εγκλεισμός στοίχισε και τώρα που βγήκαμε από τα σπίτια μας, κάποιοι έβαλαν τη μάσκα για να πάνε στο γραφείο του δικηγόρου τους…
Μπορεί.
Καραντίνα, ιδρυματισμός, κάπου εδώ τελείωσαν. Στεκόμαστε στα πόδια μας και καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε έναν ακόμα γύρο στο ρινγκ της κρίσης που έρχεται. Πρέπει να μετρηθούμε κι εκεί, δυστυχώς. Προσωπικά, κοινωνικά, επαγγελματικά.
Ευχή και κατάρα.
Να συνεχίσουμε να είμαστε όλοι μαζί. Γιατί, ότι δεν μας σκοτώνει μας κάνει πιο δυνατούς, όπως τραγούδησε ο Πορτοκάλογλου και είχε φιλοσοφήσει νωρίτερα ο Νίτσε…