Τον περασμένο μήνα γράφαμε για την ωραία όψη της ζωής, την αισιόδοξη. Τώρα πραγματικά, για πρώτη φορά στη ζωή μου, νιώθω ότι δεν μπορώ να κάνω τον… προφήτη, όχι για να προγραμματίσω πού θα πάω το Πάσχα με τον μονάκριβο γιο μου, αλλά ούτε να φανταστώ την επόμενη ώρα. Άπαντες, τουλάχιστον από τον κύκλο μου, φίλοι, γνωστοί, συγγενείς και συνάδελφοι, ασχολούμαστε με την… περιπέτεια των σακουλιών από το σουπερμάρκετ και όλη τη διαδικασία μέχρι τα τρόφιμα να φτάσουν με τη φαινομενική τους ασφάλεια στο ντουλάπι και το ψυγείο. Αισθάνομαι την ανάγκη να το μοιραστώ μαζί σας, δεδομένου ότι στα καλά αυτής της δουλειάς είναι η ψυχοθεραπεία που σού προσφέρει ο γραπτός λόγος.
Ήταν το βράδυ της Δευτέρας, της πρώτης ημέρας της δεύτερης εβδομάδας καραντίνας. Τελείωσα αργά την εργασία μου (τηλεργασία παρακαλώ!), συντάσσω το χαρτάκι μου στη σημείωση 2, δηλαδή σουπερμάρκετ ή μινιμάρκετ. Στόχος μου ήταν: α) να πάρω αέρα, βρε αδερφέ και β) να εξασφαλίσω ικανό αριθμό από πακέτα τσιγάρα για να μη χρειάζεται να ξεπορτίζω κάθε τρεις και λίγο. Αφού έκανα τη δουλειά μου, επιστρέφοντας στο σπίτι, αλλάζω το ζευγάρι των άσπρων γαντιών, πετάω τα προηγούμενα (έχω γίνει τόσο υποχόνδριος που θα μπορούσα και να τα κάψω), παίρνω ένα ένα τα πακέτα τσιγάρα κι αρχίζω να σχίζω με το ψαλίδι τη ζελατίνη που τα περιβάλλει για να τα αφήσω μόνο με τη χάρτινη συσκευασία. Την οποία χάρτινη συσκευασία την περιέλουσα με φαρμακευτικό οινόπνευμα! Από τη σχολαστικότητά μου, πέρασαν 45 ολόκληρα λεπτά της ώρας!
Τι ζούμε, Θεέ μου…
Ωστόσο, ναι, μένουμε σπίτι!